εξερευνήσιμος

εξερευνήσιμος
-η, -ο [εξερεύνηση]
1. αυτός που αξίζει να ερευνηθεί
2. εκείνος που μπορεί να εξερευνηθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξερευνήσιμος — η, ο που μπορεί να εξερευνηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”